απλάνιστος

απλάνιστος
-η, -ο
αυτός που δεν είναι πλανισμένος· μτφ., απολίτιστος, αγροίκος: Παρ' όλα τα χρήματά του είναι απλάνιστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απλάνιστος — κ. απλανιάριστος, η, ο [πλανίζω] 1. αυτός που δεν πέρασε από πλάνη ξυλουργού, αροκάνιστος 2. ασυμμόρφωτος 3. αγροίκος …   Dictionary of Greek

  • άπλανος — η, ο 1. ο απλάνιστος 2. (για άνθρωπο) άκομψος, άγαρμπος, ασουλούπωτος …   Dictionary of Greek

  • αροκάνιστος — η, ο απλάνιστος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”